- ανεπιβάρητος
- και ανεπιβάρυντος, -η, -ο (Α ἀνεπιβάρητος, -ον)αυτός που δεν επιβαρύνεται με οικονομικές οφειλέςνεοελλ.όποιος δεν επιβαρύνει τους άλλους, δεν τους δημιουργεί προβλήματα και υποχρεώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιβαρύνω. Η γραφή με -η-είναι η κανονική και ερμηνεύεται από την παράλληλη, συμπληρωματική χρήση των ρημάτων βαρύνω καί βαρώ (-έω) από τα οποία το β΄ έδωσε τους τύπους με -η- (πρβλ. και βεβαρημένος)].
Dictionary of Greek. 2013.